αιολοβροντης

αιολοβροντης
    αἰολοβρόντης
    αἰολο-βρόντης
    -ου ὅ громовержец (эпитет Зевса) Pind.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αιολοβροντης" в других словарях:

  • αιολοβρόντης — αἰολοβρόντης, ο (Α) (για τον Δία) αυτός που βροντά εξαπολύοντας οφιοειδή κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + βροντή] …   Dictionary of Greek

  • αἰολοβρόντου — αἰολοβρόντης wielder of the flashing thunderbolt masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολοβρέντα — αἰολοβρέντᾱ , αἰολοβρόντης wielder of the flashing thunderbolt masc nom/voc/acc dual (doric) αἰολοβρόντης wielder of the flashing thunderbolt masc voc sg (doric) αἰολοβρέντᾱ , αἰολοβρόντης wielder of the flashing thunderbolt masc gen sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολοβρόντα — αἰολοβρόντᾱ , αἰολοβρόντης wielder of the flashing thunderbolt masc nom/voc/acc dual αἰολοβρόντης wielder of the flashing thunderbolt masc voc sg αἰολοβρόντᾱ , αἰολοβρόντης wielder of the flashing thunderbolt masc gen sg (doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰολοβρόνταν — αἰολοβρόντᾱν , αἰολοβρόντης wielder of the flashing thunderbolt masc acc sg (epic doric aeolic) αἰολοβρόντης wielder of the flashing thunderbolt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιόλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μυθικός γενάρχης των Αιολιδών και της φυλής των Αιολέων, γιος του Έλληνα και αδελφός του Δώρου και του Ξούθου. 2. Βασιλιάς του μυθικού νησιού Αιολίης, που ο Δίας τον είχε διορίσει κυβερνήτη ή ταμία των ανέμων. Γιος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»